- παροπλιζω
- παροπλίζωπαρ-οπλίζωобезоруживать, разоружать
(τινά Polyb., Diod., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά Polyb., Diod., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παροπλίζω — παροπλίζω, παρόπλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παροπλίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού 2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν τού αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και… … Dictionary of Greek
παροπλίζω — παρόπλισα, παροπλίστηκα, παροπλισμένος 1. αφοπλίζω, αφαιρώ τα όπλα. 2. (ναυτ.), ξαρματώνω πλοίο, παίρνω πλοίο από την ενεργό δράση: Πολλά επιβατικά πλοία είναι παροπλισμένα αρματαγωγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροπλισθῆναι — παροπλίζω disarm aor inf pass παροπλίζω disarm aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροπλισθέντες — παροπλίζω disarm aor part pass masc nom/voc pl παροπλίζω disarm aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροπλίζεται — παροπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg παροπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροπλίζομαι — παροπλίζω disarm pres ind mp 1st sg παροπλίζω disarm pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροπλίσαντας — παροπλίζω disarm aor part act masc acc pl παροπλίζω disarm aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροπλίσσαιο — παροπλίζω disarm aor opt mid 2nd sg (epic) παροπλίζω disarm aor opt mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωπλικέναι — παροπλίζω disarm perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωπλισμένοι — παροπλίζω disarm perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)